γραμματοσύμπλεγμα

γραμματοσύμπλεγμα
το
σύμπλεγμα γραμμάτων με τα οποία αρχίζει το επώνυμο ή το όνομα κάποιου προσώπου ή η επωνυμία κάποιας εταιρείας, το μονόγραμμα: Στο μαντίλι της κέντησε το γραμματοσύμπλεγμά της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γραμματοσύμπλεγμα — το το γραμματόπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + σύμπλεγμα. Η λ. στον πληθ. (γραμματοσυμπλέγματα) μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”